- τειχομαχώ
- τειχομάχησα, μάχομαι ενάντια σε πόλη οχυρωμένη με τείχος ή μάχομαι από τα τείχη για υπεράσπισή τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τειχομαχώ — τειχομαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη αρχ. πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ) … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τειχομάχης — και δωρ. τ. ας, ὁ, Α [τειχομαχῶ] τειχομάχος … Dictionary of Greek
τειχομάχος — ο / τειχομάχος, ον, ΝΜΑ [τειχομαχῶ] 1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη 2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ. β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
τειχομαχία — η, ΝΜΑ [τειχομαχῶ] 1. μάχη πάνω στα τείχη 2. ονομασία τής Μ, τής δωδέκατης ραψωδίας τής Ιλιάδος … Dictionary of Greek